- αγγριφωτός
- -ή, -όεκείνος που έχει μυτερές προεξοχές, τσιγκελωτός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγγριφωτός — ή, ό αυτός που απολήγει σε αιχμές, αιχμηρός, μυτερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγρίφι + παραγ. κατάληξη ωτός] … Dictionary of Greek
αγγρίφι — και αγρίφι, το 1. άγκιστρο, γάντζος, τσιγκέλι 2. ο άγγριφας* 3. καθετί που αγκυλώνει, ακίδα, αγκάθι, αιχμή 4. στον πληθ. τα αγγρίφια μυτεροί και απότομοι βράχοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουσ. ἀγγρίφιον < ἀγρίφιον, υποκοριστικό τού μτγν. ουσ. ἀγρίφη… … Dictionary of Greek